αυτοκάθαρση

αυτοκάθαρση
[-ις (-εως)] η самоочищение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυτοκάθαρση" в других словарях:

  • αυτοκάθαρση — η (Α αὐτοκάθαρσις) η ικανότητα απαλλαγής από ξένες ή βλαβερές ουσίες αρχ. πραγματική, απόλυτη κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • αυτοκάθαρση των νερών — Η λειτουργία που επιτελείται σε νερά που ρέουν (ποτάμια, χείμαρρους, ρυάκια, υπόγειες πηγές κλπ.), χάρη στις διάφορες ιδιότητες που έχει το ίδιο το νερό, και η οποία έχει τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της μόλυνσής του σε κάπως ανεκτά επίπεδα.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»